- εξωπραγματικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα, μη ρεαλιστικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξωπραγματικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα, ο φανταστικός 2. ο μη εφαρμόσιμος, ο ανεφάρμοστος, ο ανέφικτος … Dictionary of Greek
ονειρόπλαστος — η, ο (Μ ὀνειρόπλαστος, η, ον) αυτός που έχει πλαστεί στα όνειρα, στη φαντασία νεοελλ. αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής πραγματικότητας, εξωπραγματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρον + πλαστός (< πλάθω)] … Dictionary of Greek